I. ge·schmei·dig [gəˈʃmaidɪç] ΕΠΊΘ
1. geschmeidig (schmiegsam):
2. geschmeidig (biegsam):
3. geschmeidig (anpassungsfähig):
II. ge·schmei·dig [gəˈʃmaidɪç] ΕΠΊΡΡ (biegsam)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.