στο λεξικό PONS
Schlan·gen·ad·ler ΟΥΣ αρσ
Schlan·gen·gur·ke <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Schlan·gen·biss <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Schlan·gen·mensch <-en, -en> ΟΥΣ αρσ
Schlan·gen·stern <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΖΩΟΛ
Schlan·gen·boh·rer <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Schlan·gen·be·schwö·rer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Schlan·gen·le·der <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Schlan·gen·küh·ler ΟΥΣ αρσ ΧΗΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Währungsschlange ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.