I. ge·schlecht·lich [gəˈʃlɛçtlɪç] ΕΠΊΘ
1. geschlechtlich (sexuell):
2. geschlechtlich ΒΙΟΛ:
II. ge·schlecht·lich [gəˈʃlɛçtlɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.