I. geil [gail] ΕΠΊΘ
1. geil (lüstern):
2. geil αργκ (toll):
-
- outstanding αργκ
II. geil [gail] ΕΠΊΡΡ
1. geil (lüstern):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.