-
- Diebstahl αρσ <-(e)s, -stäh·le>
-
- Diebstahl αρσ <-(e)s, -stäh·le>
-
- Diebstahl αρσ <-(e)s, -stäh·le>
- aggravated burglary ΝΟΜ
- erschwerter Diebstahl
-
- geistiger Diebstahl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.