στο λεξικό PONS
an·ge·bo·ren ΕΠΊΘ
1. angeboren ΙΑΤΡ:
An·ge·bo·re·ner Aus·lö·se·me·cha·nis·mus ΟΥΣ αρσ ΒΙΟΛ
- Angeborener Auslösemechanismus
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- angeborener Reiz
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.