στο λεξικό PONS
Ver·brau·che·rin <-n, -nen> ΟΥΣ θηλ
Verbraucherin θηλυκός τύπος: Verbraucher
Ver·brau·cher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ
- Verbraucher(in)
-
Ver·brau·cher(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ
- Verbraucher(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ersparnis der Verbraucher ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.