Re·kla·me <-, -n> [reˈkla:mə] ΟΥΣ θηλ
1. Reklame (Werbeprospekt):
- Reklame
-
2. Reklame ΟΙΚΟΝ veraltend (Werbung):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Es gibt im Internet die unterschiedlichsten Herangehensweisen und Versuche zu werben, ohne zu werben.
The internet is full of different approaches and attempts to advertise without actually advertising –