στο λεξικό PONS
Flö·ten·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Kar·ten·spie·ler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Kartenspieler(in)
-
Lau·ten·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΜΟΥΣ
- Lautenspieler(in)
-
Ma·ri·o·net·ten·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Pup·pen·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·gen·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Bild·plat·ten·spie·ler ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenspiel ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Nullsummenspiel ΟΥΣ ουδ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Quere
- quereinsteigen
- Quereinsteiger
- Querele
- queren
- Querflötenspieler
- Querformat
- quergehen
- Querheftung
- querkommen
- Querkopf