στο λεξικό PONS
Quel·len·steu·er <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Quellensteuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Quellenabzugsverfahren
- Quellenangabe
- Quellenbesteuerung
- Quellenforschung
- Quellenlage
- Quellensteuer Quellenabzugssteuer
- Quellenstudium
- Quellentext
- Queller
- Quellgebiet
- Quellprogramm