-
- Hysterie θηλ <-, -ri̱·en>
-
- Hysterie θηλ <-, -ri̱·en>
-
- Hysterie θηλ <-, -ri̱·en>
-
- gesteigerte Hysterie
-
- Hysterie θηλ <-, -ri̱·en>
-
- Hysterie/Unsicherheit hervorrufen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.