Auf·säs·sig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ meist ενικ
1. Aufsässigkeit (Widerspenstigkeit):
- Aufsässigkeit
-
- Aufsässigkeit
- recalcitrance τυπικ
2. Aufsässigkeit (Widersetzlichkeit):
- Aufsässigkeit
-
-
- Aufsässigkeit θηλ <-, -en>
-
- Aufsässigkeit θηλ <-, -en>
-
- Aufsässigkeit θηλ <-, -en>
-
- Aufsässigkeit θηλ <-, -en>
-
- pure Aufsässigkeit
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.