An·fer·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Anfertigung (Herstellung):
2. Anfertigung τυπικ (Aufsetzung):
- Anfertigung
-
- Anfertigung einer Kopie
-
- Anfertigung eines Schriftstücks
-
3. Anfertigung ΦΑΡΜ (Zubereitung):
- Anfertigung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.