στο λεξικό PONS


Über·schuss <-es, -schüsse>, Über·schußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Überschuss ΟΙΚΟΝ (Reingewinn):
2. Überschuss (überschüssige Menge):
-
- surplus no πλ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


Überschuss ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ


-
- Überschuss αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Netz-Überschuss ΠΡΟΤΥΠΟΠ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.