στο λεξικό PONS
I. spill·over [ˈspɪləʊvəʳ, αμερικ -oʊvɚ] ΟΥΣ
1. spillover no pl (spreading):
- spillover of ideas, values
-
- spillover of a war, conflict
- Übergreifen ουδ
2. spillover (surplus):
- spillover
-
3. spillover esp αμερικ (excess water):
- spillover
-
II. spill·over [ˈspɪləʊvəʳ, αμερικ -oʊvɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
spill-over effect ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.