rémunération [ʀemyneʀasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
- rémunération
- Bezahlung θηλ
- rémunération
- Entlohnung θηλ
- rémunération
- Vergütung θηλ
- rémunération ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ
-
-
- Sondervergütung θηλ
- rémunération de l'activité/des tantièmes
-
- rémunération du gérant d'affaires
-
rémunération θηλ
- rémunération forfaitaire
- Festhonorar ουδ
- rémunération forfaitaire
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- rémunération forfaitaire
- Festhonorar ουδ
- rémunération du gérant d'affaires
- prétention à la rémunération