exceptionnel(le) [ɛksɛpsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. exceptionnel (extraordinaire):
2. exceptionnel (occasionnel):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- augmentation exceptionnelle ΝΟΜ
- Ausnahmesteigerung ειδικ ορολ
- prestation exceptionnelle
- parade exceptionnelle
- Glanzparade θηλ
- subvention exceptionnelle
- offre exceptionnelle
- récolte exceptionnelle
- pourvoir qn d'une beauté/intelligence exceptionnelle