spécial(e) <-aux> [spesjal, jo] ΕΠΊΘ
1. spécial:
2. spécial (bizarre):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- commission spéciale
- édition spéciale
- Extrablatt ουδ
- réduction spéciale
- touche spéciale
- autorisation spéciale
- peinture spéciale
- indemnité spéciale
- Sondervergütung θηλ
- unité spéciale
- Spezialeinheit θηλ
- édition spéciale anniversaire
- Jubiläumsausgabe θηλ