forfaitaire [fɔʀfɛtɛʀ] ΕΠΊΘ
- forfaitaire indemnité
-
- forfaitaire montant, prix
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- droit forfaitaire
- affaire forfaitaire
- Forfaitierungsgeschäft ειδικ ορολ
- autorisation forfaitaire
- Pauschallizenz θηλ
- caution forfaitaire ΝΟΜ
- taxe forfaitaire