réactivité [ʀeaktivite] ΟΥΣ θηλ
1. réactivité ΧΗΜ, ΨΥΧ:
2. réactivité ΙΑΤΡ:
- réactivité à qc
-
inactivité [inaktivite] ΟΥΣ θηλ
1. inactivité:
- inactivité d'une personne
- Untätigkeit θηλ
- inactivité d'un commerce, des affaires
- Stagnation θηλ
- inactivité d'un commerce, des affaires
- Stillstand αρσ
2. inactivité ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
activité
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.