I. patient(e) [pasjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
client(e) [klijɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. client (acheteur):
2. client (bénéficiaire d'un service):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.