misère [mizɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. misère (détresse matérielle):
3. misère συνήθ πλ (souffrances):
ιδιωτισμοί:
cache-misère <cache-misères> [kaʃmizɛʀ] ΟΥΣ αρσ
- cache-misère
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.