dernière [dɛʀnjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
I. charnière [ʃaʀnjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
2. charnière (point de jonction):
3. charnière (personne):
-
- Bindeglied ουδ
II. charnière [ʃaʀnjɛʀ] ΕΠΊΘ
2. charnière (décisif):
I. marinière [maʀinjɛʀ] ΟΥΣ θηλ (vêtement)
II. marinière [maʀinjɛʀ] ΠΑΡΆΘ αμετάβλ ΜΑΓΕΙΡ
épinière [epiɲɛʀ] ΕΠΊΘ ΑΝΑΤ
-
- Rückenmark ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.