I. charnière [ʃaʀnjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. charnière (pièce métallique):
- charnière
- Scharnier ουδ
2. charnière (point de jonction):
3. charnière (personne):
- charnière
- Bindeglied ουδ
II. charnière [ʃaʀnjɛʀ] ΕΠΊΘ
1. charnière (de transition):
- charnière
-
2. charnière (décisif):
charnière axiale θηλ
- charnière axiale
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.