lancier [lɑ͂sje] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
-
- Lanzenreiter αρσ
ancien(ne) [ɑ͂sjɛ͂, jɛn] ΕΠΊΘ
1. ancien (vieux):
2. ancien πρόθεμα (ex-):
lance [lɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
II. lance [lɑ͂s]
lancer2 [lɑ͂se] ΟΥΣ αρσ
2. lancer ΑΛΙΕΊΑ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.