léger (-ère) [leʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. léger (↔ lourd):
2. léger (de faible intensité):
3. léger ΛΟΓΟΤ, ΜΟΥΣ:
6. léger (frivole):
7. léger (volage, grivois):
8. léger μειωτ (superficiel):
- léger (-ère)
-
ultraléger(-ère)NO [yltʀaleʒe, -ɛʀ], ultra-léger(-ère)OT ΕΠΊΘ
1. ultraléger(-ère) (↔ lourd):
2. ultraléger(-ère) (↔ fort, concentré):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.