I. doux (douce) [du, dus] ΕΠΊΘ
2. doux (au goût):
3. doux (à l'oreille):
7. doux (gentil, patient):
8. doux (modéré):
9. doux (agréable):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.