I. dégoutant(e)NO [degutɑ͂, ɑ͂t], dégoûtant(e)OT ΕΠΊΘ
1. dégoutant(e) (écœurant):
2. dégoutant(e) (sale):
3. dégoutant(e) (abject, ignoble):
I. dégouterNO [degute], dégoûterOT ΡΉΜΑ μεταβ
1. dégouter (répugner physiquement):
2. dégouter (répugner moralement):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.