poisson [pwasɔ͂] ΟΥΣ αρσ
poisson ΖΩΟΛ:
ιδιωτισμοί:
II. poisson [pwasɔ͂]
poisson ΟΥΣ
-
- Pilotfisch αρσ
poisson-épée <poissons-épées> [pwasɔ͂epe] ΟΥΣ αρσ
- poisson-épée
- Schwertfisch αρσ
tue-poisson <tue-poissons> [typwasɔ͂] ΟΥΣ αρσ ΑΛΙΕΊΑ
- tue-poisson
- Fischtöter αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.