Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- théorique
-
- physique θηλ théorique
- notional element, amount, figure
- hypothétique, théorique
- academic debate, exercise, question
- théorique
- paper loss, profit
- théorique
στο λεξικό PONS
théorique [teɔʀik] ΕΠΊΘ
- théorique
-
théorique [teɔʀik] ΕΠΊΘ
- théorique
-
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
volume théorique déplacé
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.