Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
théologique [teɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- théologique
-
- theological debate, issue, thought, writing
- théologique
στο λεξικό PONS
théologique [teɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- théologique
-
-
- théologique
théologique [teɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- théologique
-
-
- théologique
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.