Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
theoretically [βρετ θɪəˈrɛtɪkli, αμερικ θiəˈrɛdək(ə)li] ΕΠΊΡΡ
- theoretically propound, prove, speak
-
- theoretically new, possible, sound
-
- you are, theoretically, responsible
-
στο λεξικό PONS
- théoriquement fondé, justifié
- theoretically
- théoriquement fondé, justifié
- theoretically
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.