Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. modalités ΟΥΣ θηλ πλ
1. modalités (gén):
- modalités (conditions)
-
- modalités (façon de fonctionner)
-
- les modalités de l'opération/l'unification
-
- modalités de remboursement
-
- modalités de financement
-
2. modalités ΝΟΜ:
- modalités
-
- déterminer mesures, modalités
-
- terms and conditions ΝΟΜ
- modalités θηλ πλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.