Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. modal [βρετ ˈməʊd(ə)l, αμερικ ˈmoʊdl] ΟΥΣ a. modal auxiliary, modal verb
- modal
- modal αρσ
- modal
- auxiliaire αρσ modal
II. modal [βρετ ˈməʊd(ə)l, αμερικ ˈmoʊdl] ΕΠΊΘ (all contexts)
- modal
- modal
στο λεξικό PONS
-
- modal auxiliary
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.