Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. inattendu (inattendue) [inatɑ̃dy] ΕΠΊΘ
- inattendu (inattendue)
-
II. inattendu ΟΥΣ αρσ
1. inattendu (ce qui est imprévu):
2. inattendu (caractère imprévisible):
στο λεξικό PONS
inattendu [inatɑ̃dy] ΟΥΣ αρσ
inattendu(e) [inatɑ̃dy] ΕΠΊΘ
inattendu(e) [inatɑ͂dy] ΕΠΊΘ
inattendu [inatɑ͂dy] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.