Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. dérivé (dérivée) [deʀive] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dérivé → dériver
II. dérivé (dérivée) [deʀive] ΕΠΊΘ
III. dérivé ΟΥΣ αρσ
IV. dérivée ΟΥΣ θηλ
dérivée θηλ ΜΑΘ:
I. dériver [deʀive] ΡΉΜΑ μεταβ
II. dériver de ΡΉΜΑ μεταβ έμμ αντικείμ
dérive [deʀiv] ΟΥΣ θηλ
1. dérive (évolution regrettable):
4. dérive ΝΑΥΣ:
7. dérive (en science physique, dans l'armement):
- dérive des continents ΓΕΩΓΡ
-
στο λεξικό PONS
dérive [deʀiv] ΟΥΣ θηλ
1. dérive (déviation):
2. dérive:
3. dérive ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.