Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 II. aval [aval] ΟΥΣ αρσ
1. aval ΓΕΩΓΡ (de cours d'eau):
-  
-  downstream (de from)
3. aval (de processus):
-  
-  downstream (de from)
4. aval ΧΡΗΜΑΤΟΠ (engagement de payer):
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 aval [aval] ΟΥΣ αρσ
1. aval (partie inférieure):
-  aval d'un cours d'eau
-  
2. aval (soutien):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
