Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
donn|eur (donneuse) [dɔnœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. donneur ΙΑΤΡ:
- donneur (donneuse)
-
2. donneur ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
- donneur (donneuse)
-
4. donneur (personne qui aime donner):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.