Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
cabine [kabin] ΟΥΣ θηλ
- cabine (d'ascenseur, de téléphérique)
-
- cabine (de laboratoire de langue)
-
- cabine d'aiguillage ΣΙΔΗΡ
-
- cabine d'essayage
-
- cabine de projection ΚΙΝΗΜ
-
- cabine téléphonique
-
- cabine téléphonique
-
-
- cabine θηλ
-
- cabine θηλ
-
- cabine θηλ d'aiguillage
-
- cabine θηλ
-
- cabine θηλ téléphonique
-
- cabine θηλ pressurisée
-
- cabine θηλ téléphonique
-
- cabine θηλ
-
- cabine θηλ d'ascenseur
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.