Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
économiquement [ekɔnɔmikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. économiquement ΟΙΚΟΝ:
- économiquement
-
2. économiquement (pas cher):
- économiquement vivre, voyager
-
- écologiquement/économiquement parlant
-
-
- économiquement
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.