στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
weighty [βρετ ˈweɪti, αμερικ ˈweɪdi] ΕΠΊΘ
1. weighty (serious):
- weighty problem
-
- weighty consideration, reason, question
-
2. weighty (large):
- weighty book, treatise
-
3. weighty (heavy):
- weighty object, responsibility
-
στο λεξικό PONS
weighty <-ier, -iest> [ˈweɪ·t̬i] ΕΠΊΘ
1. weighty (heavy):
- weighty
-
2. weighty (important):
- weighty
-
- weighty matters
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- weighty matters