στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
monumentale [monumenˈtale] ΕΠΊΘ
1. monumentale ΤΈΧΝΗ:
- monumentale scultura, scalinata, cimitero
-
2. monumentale (imponente):
- monumentale opera
-
- scalinata monumentale
-
- patrimonio monumentale
-
στο λεξικό PONS
monumentale [mo·nu·men·ˈta:·le] ΕΠΊΘ
2. monumentale (imponente):
- monumentale
-
-
- monumentale
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.