Oxford Spanish Dictionary
weighty <weightier weightiest> [αμερικ ˈweɪdi, βρετ ˈweɪti] ΕΠΊΘ
1. weighty (important, substantial):
- weighty argument
-
- weighty matter
-
- weighty problem
-
- weighty problem
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.