Oxford Spanish Dictionary
weird <weirder weirdest> [αμερικ wɪrd, βρετ wɪəd] ΕΠΊΘ
1. weird (strange) οικ:
2. weird (unearthly):
- weird apparition/happenings/figure
-
weird out ΡΉΜΑ [αμερικ wɪrd -, βρετ wɪəd -] αμερικ (v + o + adv) οικ
- weird sb out
-
στο λεξικό PONS
weird [wɪəd, αμερικ wɪrd] ΕΠΊΘ
weird [wɪrd] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.