στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 -  static, also static electricity
-  
 
  
 I. static [βρετ ˈstatɪk, αμερικ ˈstædɪk] ΕΠΊΘ
II. static [βρετ ˈstatɪk, αμερικ ˈstædɪk] ΟΥΣ
1. static:
-  static, also static electricity
-  
2. static (interference):
-  
-  interferenze θηλ πλ
electricity [βρετ ˌɪlɛkˈtrɪsɪti, ˌɛlɛkˈtrɪsɪti, ˌiːlɛkˈtrɪsɪti, αμερικ əˌlɛkˈtrɪsədi] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
static electricity ΟΥΣ
electricity [ɪ·ˌlek·ˈtrɪ·sə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
