Oxford Spanish Dictionary
electricity [αμερικ əˌlɛkˈtrɪsədi, βρετ ˌɪlɛkˈtrɪsɪti, ˌɛlɛkˈtrɪsɪti, ˌiːlɛkˈtrɪsɪti] ΟΥΣ U
1. electricity ΦΥΣ:
2. electricity (emotional excitement):
I. static [αμερικ ˈstædɪk, βρετ ˈstatɪk] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
static electricity ΟΥΣ χωρίς πλ
electricity [ɪˌlekˈtrɪsəti] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. static [ˈstætɪk, αμερικ ˈstæt̬-] ΟΥΣ χωρίς πλ ΦΥΣ
static electricity ΟΥΣ
electricity [ɪ·ˌlek·ˈtrɪs·ə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- statesmanlike
- statesmanship
- state-subsidized
- stateswoman
- state trooper
- static electricity
- statics
- statin
- station
- stationary
- station break