self-induced [βρετ ˌsɛlfɪnˈdjuːst, αμερικ ˈˌsɛlf ənˈd(j)ust] ΕΠΊΘ
self-induced hypnosis [ˌselfɪnˌdjuːsthɪpˈnəʊsɪs, -ˌduː-] ΟΥΣ
I. induced [βρετ ɪnˈdjuːst] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
induced → induce
II. induced [βρετ ɪnˈdjuːst] ΕΠΊΘ
induce [βρετ ɪnˈdjuːs, αμερικ ɪnˈd(j)us] ΡΉΜΑ μεταβ
1. induce:
2. induce (bring about):
3. induce ΙΑΤΡ:
autoindotto [autoinˈdotto] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.