στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
scrutiny [βρετ ˈskruːtɪni, αμερικ ˈskrutni] ΟΥΣ
1. scrutiny (investigation):
2. scrutiny (surveillance):
- scrutiny
- sorveglianza θηλ
3. scrutiny (look):
- scrutiny
-
στο λεξικό PONS
scrutiny [ˈskru:·tə·ni] ΟΥΣ
- scrutiny
- scrutinio αρσ
-
- scrutiny
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.