

I. girt [βρετ ɡəːt, αμερικ ɡərt] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
girt → gird
II. girt [βρετ ɡəːt, αμερικ ɡərt] ΡΉΜΑ μεταβ
girt → gird
I. gird <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> [βρετ ɡəːd, αμερικ ɡərd] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
II. to gird oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to gird oneself <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> λογοτεχνικό:
-
- accingersi (for a fare)
I. gird <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> [βρετ ɡəːd, αμερικ ɡərd] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
II. to gird oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to gird oneself <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> λογοτεχνικό:
-
- accingersi (for a fare)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.