

girt [αμερικ ɡərt, βρετ ɡəːt] παρελθ & παρελθ part gird
I. gird <παρελθ & μετ παρακειμ girded or girt> [αμερικ ɡərd, βρετ ɡəːd] ΡΉΜΑ μεταβ αρχαϊκ or λογοτεχνικό
I. gird <παρελθ & μετ παρακειμ girded or girt> [αμερικ ɡərd, βρετ ɡəːd] ΡΉΜΑ μεταβ αρχαϊκ or λογοτεχνικό
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.